πρωτόπλαστος — first formed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόπλαστος — η, ο / πρωτόπλαστος, ον, ΝΜΑ 1. (για τον Αδάμ) αυτός που πλάστηκε πρώτος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλαστος ο Αδάμ 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοι ο Αδάμ και η Εύα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πλαστός (< πλάσσω)] … Dictionary of Greek
πρωτόπλαστον — πρωτόπλαστος first formed masc/fem acc sg πρωτόπλαστος first formed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπλάστοις — πρωτόπλαστος first formed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπλάστου — πρωτόπλαστος first formed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπλάστους — πρωτόπλαστος first formed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπλάστων — πρωτόπλαστος first formed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπλάστῳ — πρωτόπλαστος first formed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόπλαστε — πρωτόπλαστος first formed masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόπλαστοι — πρωτόπλαστος first formed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)