πρωτόπλαστος

πρωτόπλαστος
-η, -ο
1. αυτός που πλάστηκε πρώτος.
2. στον πληθ. ως κύρ. όν., Πρωτόπλαστοι τα πρώτα δημιουργήματα του Πλάστη, ο Αδάμ και η Εύα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρωτόπλαστος — first formed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτόπλαστος — η, ο / πρωτόπλαστος, ον, ΝΜΑ 1. (για τον Αδάμ) αυτός που πλάστηκε πρώτος 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλαστος ο Αδάμ 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοι ο Αδάμ και η Εύα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πλαστός (< πλάσσω)] …   Dictionary of Greek

  • πρωτόπλαστον — πρωτόπλαστος first formed masc/fem acc sg πρωτόπλαστος first formed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοπλάστοις — πρωτόπλαστος first formed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοπλάστου — πρωτόπλαστος first formed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοπλάστους — πρωτόπλαστος first formed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοπλάστων — πρωτόπλαστος first formed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοπλάστῳ — πρωτόπλαστος first formed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτόπλαστε — πρωτόπλαστος first formed masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτόπλαστοι — πρωτόπλαστος first formed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”